Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
View word page
στάσις
a standing, the posture of standing

ShortDef

a standing, the posture of standing

Debugging

Headword:
στάσις
Headword (normalized):
στάσις
Headword (normalized/stripped):
στασις
IDX:
81331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81332
Key:

Data

{'content': 'a standing, the posture of standing'}