Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
View word page
στασιοποιός
causing sedition

ShortDef

causing sedition

Debugging

Headword:
στασιοποιός
Headword (normalized):
στασιοποιός
Headword (normalized/stripped):
στασιοποιος
IDX:
81330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81331
Key:

Data

{'content': 'causing sedition'}