Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
View word page
στασιοποιέω
stir up sedition

ShortDef

stir up sedition

Debugging

Headword:
στασιοποιέω
Headword (normalized):
στασιοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στασιοποιεω
IDX:
81328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81329
Key:

Data

{'content': 'stir up sedition'}