Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
View word page
στασίνχαλκον
stand for a copper vessel

ShortDef

stand for a copper vessel

Debugging

Headword:
στασίνχαλκον
Headword (normalized):
στασίνχαλκον
Headword (normalized/stripped):
στασινχαλκον
IDX:
81327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81328
Key:

Data

{'content': 'stand for a copper vessel'}