Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
View word page
στάσιμος
standing, stationary

ShortDef

standing, stationary

Debugging

Headword:
στάσιμος
Headword (normalized):
στάσιμος
Headword (normalized/stripped):
στασιμος
IDX:
81326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81327
Key:

Data

{'content': 'standing, stationary'}