Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
View word page
στασιμοποιός
creating stability

ShortDef

creating stability

Debugging

Headword:
στασιμοποιός
Headword (normalized):
στασιμοποιός
Headword (normalized/stripped):
στασιμοποιος
IDX:
81325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81326
Key:

Data

{'content': 'creating stability'}