Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταμνοῦρος
στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
View word page
στασίζω
foment civil strife

ShortDef

foment civil strife

Debugging

Headword:
στασίζω
Headword (normalized):
στασίζω
Headword (normalized/stripped):
στασιζω
IDX:
81324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81325
Key:

Data

{'content': 'foment civil strife'}