Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στάμνος
σταμνοῦρος
στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
View word page
στασιαστικός
seditious, factious

ShortDef

seditious, factious

Debugging

Headword:
στασιαστικός
Headword (normalized):
στασιαστικός
Headword (normalized/stripped):
στασιαστικος
IDX:
81323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81324
Key:

Data

{'content': 'seditious, factious'}