Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταμνίον
στάμνος
σταμνοῦρος
στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
View word page
στασιαστής
one who stirs up sedition

ShortDef

one who stirs up sedition

Debugging

Headword:
στασιαστής
Headword (normalized):
στασιαστής
Headword (normalized/stripped):
στασιαστης
IDX:
81322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81323
Key:

Data

{'content': 'one who stirs up sedition'}