Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σταμνίας
σταμνίον
στάμνος
σταμνοῦρος
στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
View word page
στασιασμός
raising of sedition

ShortDef

raising of sedition

Debugging

Headword:
στασιασμός
Headword (normalized):
στασιασμός
Headword (normalized/stripped):
στασιασμος
IDX:
81321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81322
Key:

Data

{'content': 'raising of sedition'}