Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταμῖνες
σταμνάριον
Σταμνίας
σταμνίον
στάμνος
σταμνοῦρος
στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
View word page
στασιαρχία
leadership in sedition

ShortDef

leadership in sedition

Debugging

Headword:
στασιαρχία
Headword (normalized):
στασιαρχία
Headword (normalized/stripped):
στασιαρχια
IDX:
81319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81320
Key:

Data

{'content': 'leadership in sedition'}