Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταλτέον
σταλτικός
σταμαγορίς
σταμίν
σταμῖνες
σταμνάριον
Σταμνίας
σταμνίον
στάμνος
σταμνοῦρος
στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
View word page
στανύω
let them appoint
ShortDef
let them appoint
Debugging
Headword:
στανύω
Headword (normalized):
στανύω
Headword (normalized/stripped):
στανυω
IDX:
81315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81316
Key:
Data
{'content': 'let them appoint'}