Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
σταμαγορίς
σταμίν
σταμῖνες
σταμνάριον
Σταμνίας
σταμνίον
στάμνος
σταμνοῦρος
στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
στασιαρχία
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
View word page
σταμνοῦρος
keeper of oil-jars

ShortDef

keeper of oil-jars

Debugging

Headword:
σταμνοῦρος
Headword (normalized):
σταμνοῦρος
Headword (normalized/stripped):
σταμνουρος
IDX:
81314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81315
Key:

Data

{'content': 'keeper of oil-jars'}