Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
σταμαγορίς
σταμίν
σταμῖνες
σταμνάριον
Σταμνίας
σταμνίον
στάμνος
σταμνοῦρος
στανύω
στάξις
στασάνη
στασιάζω
View word page
σταμίν
pl., the ribs or frame-timbers of a ship

ShortDef

pl., the ribs or frame-timbers of a ship

Debugging

Headword:
σταμίν
Headword (normalized):
σταμίν
Headword (normalized/stripped):
σταμιν
IDX:
81308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81309
Key:

Data

{'content': 'pl., the ribs or frame-timbers of a ship'}