Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
σταμαγορίς
σταμίν
σταμῖνες
σταμνάριον
Σταμνίας
σταμνίον
στάμνος
σταμνοῦρος
View word page
στάλσις
checking
ShortDef
checking
Debugging
Headword:
στάλσις
Headword (normalized):
στάλσις
Headword (normalized/stripped):
σταλσις
IDX:
81304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81305
Key:
Data
{'content': 'checking'}