Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
σταμαγορίς
σταμίν
σταμῖνες
σταμνάριον
View word page
σταλάσσω
to let drop
ShortDef
to let drop
Debugging
Headword:
σταλάσσω
Headword (normalized):
σταλάσσω
Headword (normalized/stripped):
σταλασσω
IDX:
81300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81301
Key:
Data
{'content': 'to let drop'}