Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
σταμαγορίς
σταμίν
σταμῖνες
View word page
σταλακτικός
dropping, dripping

ShortDef

dropping, dripping

Debugging

Headword:
σταλακτικός
Headword (normalized):
σταλακτικός
Headword (normalized/stripped):
σταλακτικος
IDX:
81299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81300
Key:

Data

{'content': 'dropping, dripping'}