Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
ἄγρωμα
Ἄγρων
ἄγρωσσα
ἀγρώσσω
ἀγρώστης
ἄγρωστις
ἀγρώτης
View word page
ἀγρυπνητικός
wakeful

ShortDef

wakeful

Debugging

Headword:
ἀγρυπνητικός
Headword (normalized):
ἀγρυπνητικός
Headword (normalized/stripped):
αγρυπνητικος
IDX:
812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-813
Key:

Data

{'content': 'wakeful'}