Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
σταμαγορίς
σταμίν
View word page
σταλαγμός
a dropping, dripping

ShortDef

a dropping, dripping

Debugging

Headword:
σταλαγμός
Headword (normalized):
σταλαγμός
Headword (normalized/stripped):
σταλαγμος
IDX:
81298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81299
Key:

Data

{'content': 'a dropping, dripping'}