Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
σταμαγορίς
View word page
σταλάγμιον
ear-drops, ear-rings

ShortDef

ear-drops, ear-rings

Debugging

Headword:
σταλάγμιον
Headword (normalized):
σταλάγμιον
Headword (normalized/stripped):
σταλαγμιον
IDX:
81297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81298
Key:

Data

{'content': 'ear-drops, ear-rings'}