Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
στάλσις
σταλτέον
σταλτικός
View word page
σταλαγμίας
dropping, trickling

ShortDef

dropping, trickling

Debugging

Headword:
σταλαγμίας
Headword (normalized):
σταλαγμίας
Headword (normalized/stripped):
σταλαγμιας
IDX:
81296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81297
Key:

Data

{'content': 'dropping, trickling'}