Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
στάλσις
View word page
στάλαγμα
that which drops, a drop

ShortDef

that which drops, a drop

Debugging

Headword:
στάλαγμα
Headword (normalized):
στάλαγμα
Headword (normalized/stripped):
σταλαγμα
IDX:
81294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81295
Key:

Data

{'content': 'that which drops, a drop'}