Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
View word page
στακτώδης
ash-coloured, ashy

ShortDef

ash-coloured, ashy

Debugging

Headword:
στακτώδης
Headword (normalized):
στακτώδης
Headword (normalized/stripped):
στακτωδης
IDX:
81293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81294
Key:

Data

{'content': 'ash-coloured, ashy'}