Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
View word page
στακτός
oozing out in drops, trickling, dropping, distilling

ShortDef

oozing out in drops, trickling, dropping, distilling

Debugging

Headword:
στακτός
Headword (normalized):
στακτός
Headword (normalized/stripped):
στακτος
IDX:
81292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81293
Key:

Data

{'content': 'oozing out in drops, trickling, dropping, distilling'}