Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
σταλάω
View word page
στακτικός
for filtering

ShortDef

for filtering

Debugging

Headword:
στακτικός
Headword (normalized):
στακτικός
Headword (normalized/stripped):
στακτικος
IDX:
81291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81292
Key:

Data

{'content': 'for filtering'}