Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
σταλάσσω
View word page
στακτή
oil of myrrh
ShortDef
oil of myrrh
Debugging
Headword:
στακτή
Headword (normalized):
στακτή
Headword (normalized/stripped):
στακτη
IDX:
81290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81291
Key:
Data
{'content': 'oil of myrrh'}