Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
σταλακτικός
View word page
στακτερία
vessel containing aromatic oil

ShortDef

vessel containing aromatic oil

Debugging

Headword:
στακτερία
Headword (normalized):
στακτερία
Headword (normalized/stripped):
στακτερια
IDX:
81289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81290
Key:

Data

{'content': 'vessel containing aromatic oil'}