Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
σταλαγμός
View word page
σταιτώδης
like dough
ShortDef
like dough
Debugging
Headword:
σταιτώδης
Headword (normalized):
σταιτώδης
Headword (normalized/stripped):
σταιτωδης
IDX:
81288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81289
Key:
Data
{'content': 'like dough'}