Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
σταλάγμιον
View word page
σταιτουργός
one who makes dough of spelt

ShortDef

one who makes dough of spelt

Debugging

Headword:
σταιτουργός
Headword (normalized):
σταιτουργός
Headword (normalized/stripped):
σταιτουργος
IDX:
81287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81288
Key:

Data

{'content': 'one who makes dough of spelt'}