Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
σταλαγμίας
View word page
σταιτίον
piece of dough
ShortDef
piece of dough
Debugging
Headword:
σταιτίον
Headword (normalized):
σταιτίον
Headword (normalized/stripped):
σταιτιον
IDX:
81286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81287
Key:
Data
{'content': 'piece of dough'}