Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
σταλαγμιαῖος
View word page
σταίτινος
of flour

ShortDef

of flour

Debugging

Headword:
σταίτινος
Headword (normalized):
σταίτινος
Headword (normalized/stripped):
σταιτινος
IDX:
81285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81286
Key:

Data

{'content': 'of flour'}