Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
στάλαγμα
View word page
σταιτινοκογχομαγής
moulded into a boss of dough
ShortDef
moulded into a boss of dough
Debugging
Headword:
σταιτινοκογχομαγής
Headword (normalized):
σταιτινοκογχομαγής
Headword (normalized/stripped):
σταιτινοκογχομαγης
IDX:
81284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81285
Key:
Data
{'content': 'moulded into a boss of dough'}