Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
στακτώδης
View word page
σταῖς
flour of spelt mixed and made into dough
ShortDef
flour of spelt mixed and made into dough
Debugging
Headword:
σταῖς
Headword (normalized):
σταῖς
Headword (normalized/stripped):
σταις
IDX:
81283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81284
Key:
Data
{'content': 'flour of spelt mixed and made into dough'}