Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
View word page
σταθμώδης
full of dregs
ShortDef
full of dregs
Debugging
Headword:
σταθμώδης
Headword (normalized):
σταθμώδης
Headword (normalized/stripped):
σταθμωδης
IDX:
81282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81283
Key:
Data
{'content': 'full of dregs'}