Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
View word page
σταθμοῦχος
keeper of a house, landlord
ShortDef
keeper of a house, landlord
Debugging
Headword:
σταθμοῦχος
Headword (normalized):
σταθμοῦχος
Headword (normalized/stripped):
σταθμουχος
IDX:
81281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81282
Key:
Data
{'content': 'keeper of a house, landlord'}