Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
View word page
σταθμός
a standing place, weight

ShortDef

a standing place, weight

Debugging

Headword:
σταθμός
Headword (normalized):
σταθμός
Headword (normalized/stripped):
σταθμος
IDX:
81280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81281
Key:

Data

{'content': 'a standing place, weight'}