Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
View word page
σταθμόομαι
form an estimate, judge

ShortDef

form an estimate, judge

Debugging

Headword:
σταθμόομαι
Headword (normalized):
σταθμόομαι
Headword (normalized/stripped):
σταθμοομαι
IDX:
81279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81280
Key:

Data

{'content': 'form an estimate, judge'}