Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
ἀνοψία
ἄνοψος
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγανακτέω
ἀνταγαπάω
ἀνταγείρω
ἀνταγλαΐζομαι
ἀνταγοράζω
Ἀνταγόρας
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνία
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
View word page
ἀνταγανακτέω
to be indignant in turn

ShortDef

to be indignant in turn

Debugging

Headword:
ἀνταγανακτέω
Headword (normalized):
ἀνταγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
ανταγανακτεω
IDX:
8127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8128
Key:

Data

{'content': 'to be indignant in turn'}