Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτουργός
σταιτώδης
View word page
σταθμόνδε
to the stall, homewards

ShortDef

to the stall, homewards

Debugging

Headword:
σταθμόνδε
Headword (normalized):
σταθμόνδε
Headword (normalized/stripped):
σταθμονδε
IDX:
81278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81279
Key:

Data

{'content': 'to the stall, homewards'}