Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
View word page
σταθμοδότης
quartermaster
ShortDef
quartermaster
Debugging
Headword:
σταθμοδότης
Headword (normalized):
σταθμοδότης
Headword (normalized/stripped):
σταθμοδοτης
IDX:
81276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81277
Key:
Data
{'content': 'quartermaster'}