Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
View word page
σταθμοδοτέω
billet

ShortDef

billet

Debugging

Headword:
σταθμοδοτέω
Headword (normalized):
σταθμοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
σταθμοδοτεω
IDX:
81275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81276
Key:

Data

{'content': 'billet'}