Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
View word page
σταθμοδοσία
billeting

ShortDef

billeting

Debugging

Headword:
σταθμοδοσία
Headword (normalized):
σταθμοδοσία
Headword (normalized/stripped):
σταθμοδοσια
IDX:
81274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81275
Key:

Data

{'content': 'billeting'}