Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
View word page
σταθμιστής
one who weighs
ShortDef
one who weighs
Debugging
Headword:
σταθμιστής
Headword (normalized):
σταθμιστής
Headword (normalized/stripped):
σταθμιστης
IDX:
81271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81272
Key:
Data
{'content': 'one who weighs'}