Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
View word page
σταθμίον
weight of a balance

ShortDef

weight of a balance

Debugging

Headword:
σταθμίον
Headword (normalized):
σταθμίον
Headword (normalized/stripped):
σταθμιον
IDX:
81270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81271
Key:

Data

{'content': 'weight of a balance'}