Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
View word page
στάθμιον
weight (of a balance), weight unit

ShortDef

weight (of a balance), weight unit

Debugging

Headword:
στάθμιον
Headword (normalized):
στάθμιον
Headword (normalized/stripped):
σταθμιον
IDX:
81269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81270
Key:

Data

{'content': 'weight (of a balance), weight unit'}