Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
View word page
σταθμικός
by weight

ShortDef

by weight

Debugging

Headword:
σταθμικός
Headword (normalized):
σταθμικός
Headword (normalized/stripped):
σταθμικος
IDX:
81268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81269
Key:

Data

{'content': 'by weight'}