Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
View word page
σταθμίζω
weigh
ShortDef
weigh
Debugging
Headword:
σταθμίζω
Headword (normalized):
σταθμίζω
Headword (normalized/stripped):
σταθμιζω
IDX:
81267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81268
Key:
Data
{'content': 'weigh'}