Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
View word page
σταθμητός
to be measured
ShortDef
to be measured
Debugging
Headword:
σταθμητός
Headword (normalized):
σταθμητός
Headword (normalized/stripped):
σταθμητος
IDX:
81265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81266
Key:
Data
{'content': 'to be measured'}