Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
σταθμοδοσία
View word page
σταθμητικός
of or for measuring

ShortDef

of or for measuring

Debugging

Headword:
σταθμητικός
Headword (normalized):
σταθμητικός
Headword (normalized/stripped):
σταθμητικος
IDX:
81264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81265
Key:

Data

{'content': 'of or for measuring'}