Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
στάθμα
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
στάθμιον
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
View word page
σταθμητέα
perpendenda
ShortDef
perpendenda
Debugging
Headword:
σταθμητέα
Headword (normalized):
σταθμητέα
Headword (normalized/stripped):
σταθμητεα
IDX:
81263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81264
Key:
Data
{'content': 'perpendenda'}